- βασίλεμα
- το (Μ βασίλευμα)(για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) δύση, γέρμανεοελλ.1. το έσχατο σημείο, το τέλος2. φρ. «βασίλεμα των ματιών» — η απώλεια της ζωηρότητας των ματιών από νύστα ή αρρώστια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασίλεμα — το 1.η δύση του ήλιου: Το παιδί πηγαίνει για ύπνο με το βασίλεμα του ήλιου. 2. η τελευταία περίοδος στη ζωή κάποιου: Βρίσκεται πια στο βασίλεμα της ζωής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασιλεμός — ο το βασίλεμα … Dictionary of Greek
δύση — η (AM δύσις) 1. η κάθοδος τού ήλιου ή άλλων ουράνιων σωμάτων στον ορίζοντα, το βασίλεμα 2. το σημείο τού ορίζοντα όπου εξαφανίζεται ο ήλιος 3. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η δύση 4. παρακμή, κατάπτωση, τέλος («η δύση τού αρχαίου κόσμου»)… … Dictionary of Greek
ηλιοβασίλεμα — και λιοβασίλεμα, το (Μ ἡλιοβασίλευμαν και ἡλιοβασίλεμαν) το βασίλεμα τού ήλιου, η δύση τού ήλιου, το λιόγερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βασίλε(υ)μα (< βασιλεύω)] … Dictionary of Greek